πυππαξ

πυππαξ
    πυππάξ
    interj. выраж. удивление ах!, ба!
    

π. καλοῦ λόγου! Plat. — вот так замечательное рассуждение!


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πυππαξ" в других словарях:

  • πυππάξ — indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύππαξ — bravo indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύππαξ — ή πυππάξ Α 1. επιφώνημα θαυμασμού («πυππάξ, ὦ Ἡράκλεις, ἔφη, καλοῡ λόγου», Πλάτ.) 2. (κατά τον Φώτ.) «πύππαξ ἐπίφθεγμα σχετλιασμοῡ ὡς πένθους ἀμετάφραστον» …   Dictionary of Greek

  • πυππάζω — Α [πύππαξ] φωνάζω πύππαξ …   Dictionary of Greek

  • υπερπυππάζω — Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) αναφωνώ με θαυμασμό που ξεπερνά τα συνηθισμένα και φυσιολογικά μέτρα («οἱ δ ὑπερεπῄνουν ὑπερεπύππαζόν τέ με ἅπαντες», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πυππάζω «αναφωνώ με θαυμασμό» (< πύππαξ «επιφώνημα… …   Dictionary of Greek

  • φύππαξ — Α επιφών. (κατά τον Ησύχ.) «πύππαξ» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»